Λέξη | Μετάφραση | Επεξήγηση | Διάλεκτος |
---|---|---|---|
αστοώ | Ξεχνάω, λησμονώ | όταν κάτι δεν μπορώ να το θυμηθώ | Βυσσιώτικα (Μποσνοχωρίτικα) |
τράχωμα | προίκα | Καρατεπελίδικα | |
αλατζάς | βαμβακερό ύφασμα | Καρατεπελίδικα | |
αχμάκης | ανόοητος,βλάκας | τουρκική ahmak | Καρατεπελίδικα |
γιανγκιόζεψα | τυφλώθηκα | Καρατεπελίδικα | |
γαλέντζι | ξύλινο τσόκαρο | Καρατεπελίδικα | |
γουλιάρης | λαίμαργος | ο πρόλοβος των πουλιών.\r\n λατινικά gula `λαιμός΄ | Καρατεπελίδικα |
ζορλαμάς | δυσκολία | Zor τούρκικη, δύσκολος | Καρατεπελίδικα |
κουρουτζής | αγροφύλακας | Καρατεπελίδικα | |
γκιόλα | λίμνη | G?l τούρκικη λέξη, λίμνη | Καρατεπελίδικα |