Διάλεκτος: Σαρακατσαναίικα - Λέξη: τσιούλος

τσιούλος

Διάλεκτος: Σαρακατσαναίικα / Ευρύτερη περιοχή: Όλη η Ελλάδα / Τόπος που μιλείται: Ηπειρωτική Ελλάδα

Μετάφραση

μεγάλο μαύρο έντομο (σαν μύγα)

Επεξήγηση

το έντομο αυτό γεννά ( φτύνει ) τα αυγά του στο κρέας

Σχόλια

μεταφορικά: αυτός που δεν έχει αυτιά ή έχει μικρά αυτιά (έχει το σχήμα του τσιούλου)