Διάλεκτος: Σερραϊκά - Λέξη: σαρίκι

σαρίκι

Διάλεκτος: Σερραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Μακεδονία / Τόπος που μιλείται: Σέρρες

Επεξήγηση

μακρύ λεπτό ξύλο που στερεώνουν τα καπνά για να αποξηραθούν