Διάλεκτος: Αρκαδικά - Λέξη: μπιστρώνω

μπιστρώνω

Διάλεκτος: Αρκαδικά / Ευρύτερη περιοχή: Πελλοπόνησος / Τόπος που μιλείται:

Επεξήγηση

σκεπάζω με κλινοσκεπάσματα με τέτοιο τρόπο, ώστε μέρος τους να μπαίνει κάτω από το σώμα. Μπίστρωσέ με έλεγε συχνά η γιαγιά μου, όταν ξάπλωνε το βράδυ Μπίστρωσέ μου τα πόδια!