Διάλεκτος: Κυπριακά - Λέξη: ξιφαράζω

ξιφαράζω

Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

τρομάζω

Σχόλια

Ἄρκον πὢν νὰ με παίρνουσιν οἱ τέσσερεις τζι ἐμέναν Μὲς τζ`είν τὴν ἀνακατωσ`ιὰν Ἔλα τζι ἐσοὺ στὴν ἐκκλησ`ιὰν Μὲν ἀντραπῆς κανέναν. Ἀγάπουσ σε ἔξω ψυσῆς τζι ἒν νὰ σὲ καταχνώσουν· Ἂν εἶσαι κόρη σπλαχνιτζ´ὴ Μὲν περαρκήσης, ἔρκου τζ`εῖ Πριχοῦ νὰ μὲ λουκκώσουν Τοὺς ζωντανοὺς ἒν πὤχουσιν μάσ`ην τζι ὲν τοὺς χωνεύκουν, Τοὺς πεθαμμένους συχχωροῦν· Ἒν φούχτα χῶμαν τζι ὲν μποροῦν, Κόρη, νὰ τοῦς παιδεύκουν. Ππέφτει τους πκιὸν μακάριση τζιαὶ ψυσικὸν δϊοῦσιν Γιατὶ ποὺ τὸν ψεματινὸν Πηαίννουν στὸν ἀληθινὸν Κόσμον, τζι ἒν νὰ κριθοῦσιν. Ἂν μὲν μοῦ κάμουν κόλλυφα στὲς τρεῖς, μὲ σαραντάριν Μήτε στὸν χρόνον λουτουρκάν, Πάρουμου γιὰ παρηορκὰν Κάμε μου τούν τὴν χάριν. Βούττημαν ἥλιου τζι ὕστερις τέλεια πὢν να σιγράση Τζιαὶ πὢν ν`ἀδκειάσουν τὰ στενὰ Πὼν ἔσ`ει πλάσμαν νὰ περνᾶ Γιὰ νὰ σὲ ξιφαράση, Ἔλα τζιαὶ`σοὺ στὸ μνῆμαν μου τζιαὶ μὲσ`τὸν μπότην ἅψε Ἁϊταφίτικον τζ`ερὶν Κάπνισε, κόρη, νακκουρίν Νομάτισ`με τζιαὶ κλάψε. --- Δημήτρης Θ. Λιπέρτης,