Διάλεκτος: Κυπριακά - Λέξη: δικλώ

δικλώ

Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

κοιτώ