Διάλεκτος: Κυπριακά - Λέξη: αππαρόβοτκας

αππαρόβοτκας

Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

πότης, γλεντζές

Επεξήγηση

αυτός που του αρέσει το ποτό, η βότκα και αφού πιεί αρχίζει τις ζωηράδες σαν το άλογο. Ετυμολογία: άππαρος=άλογο + βότκα