Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:
Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:
διαβολόφιδο
επίθετο:άνθρωπος πανούργος, διαβολεμένος, που δεν εξαπατάται εύκολα
θκιάολος+κούφος, διάβολος+φίδι, αυτός που είναι έξυπνος, διαβολεμένος σαν το φίδι του Παραδείσου με την έννοια του πανούργου