Διάλεκτος: Χιώτικα - Λέξη: Κανεύω

Κανεύω

Διάλεκτος: Χιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Νησιά Αιγαίου / Τόπος που μιλείται: Χίος

Μετάφραση

Σημαδεύω

Επεξήγηση

(α) σημαδεύω προς ένα στόχο ή (β) σημαδεύω και επιτυγχάνω το στόχο μου. Χρησιμοποιείται στο κυνήγι, σε παραδοσιακά και σύγχρονα παιχνίδια ή αθλήματα (π.χ. μπιλιάρδο, τοξοβολία) κ.α. Πιθανότατα προέρχεται από τη λέξη κάνη . π.χ. Αν κανέψεις το κέντρο του στόχου, κερδίζεις