Διάλεκτος: Επανομίτικα - Λέξη: κούρσα

κούρσα

Διάλεκτος: Επανομίτικα / Ευρύτερη περιοχή: Μακεδονία / Τόπος που μιλείται: Επανωμή - Νομός Θεσσαλονίκης

Μετάφραση

Τα αυτοκίνητα που χωράνε από 3 ως 5 επιβάτες

Σχόλια

Κούρσα, η: (ουσ. θ. γένους) πανελλήνια νεοελληνική λέξη που δηλώνει: 1. κλειστό μικρό αυτοκίνητο ιδιωτικής ή δημόσιας χρήσης που μεταφέρει ανθρώπους, συνήθως 5 θέσεων. π.χ. -Με την κούρσα (κρούσα) ήρθα από το Ηράκλειο. λέγεται και κρούσα (ορεινή διάλεκτος Κρήτης). 2. Σημαίνει διαδρομή με αμάξη, είναι λέξη ομιλουμένη από ταξιτζήδες, π.χ. -Σήμερο έκαμα δυό κούρσες όλες κι όλες.