Διάλεκτος: Πετρωτιώτικα ή Καραμπαϊώτικα - Λέξη: καρναριά, προφέρεται καρναρ(ι)ά

καρναριά, προφέρεται καρναρ(ι)ά

Διάλεκτος: Πετρωτιώτικα ή Καραμπαϊώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Θράκη / Τόπος που μιλείται: Πετρωτά Ν. Εβρου

Μετάφραση

καρβουναριό

Επεξήγηση

Ο σκεπασμένος με χώμα λάκκος, που εσωτερικά έχουν στιβαχτεί οι κορμοί των δέντρων για να γίνουν κάρβουνο με ελάχιστο οξυγόνο.

Εκφράσεις, Παροιμίες, Γνωμικά

Εϊβά!!! Καρναρ(ι)ά ίνκι δω μέσα!!!

Αμάν πια!!! Καρναριά έγινε εδώ μέσα= όταν έχει γεμίσει ασφυκτικά με καπνό κάποιος κλειστός χώρος. Συνήθως με καπνό τσιγάρων!!