Διάλεκτος: Κυπριακά - Λέξη: ρομανίσιν

ρομανίσιν

Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

σύρτης πόρτας (ρομανίζω=κλειδώνω)

Επεξήγηση

επαθεν την δουλειάν η ρκα τζ΄εμπειν τζ΄ερωμανιστην. (επαθε τη δουλειά η γριά και μπήκε και κλειδώθηκε)