Διάλεκτος: Κυπριακά - Λέξη: νεκατώννω

νεκατώννω

Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

ανακατεύω