Διάλεκτος: Κυπριακά - Λέξη: παστός

παστός

Διάλεκτος: Κυπριακά / Ευρύτερη περιοχή: Κύπρος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

λιγνός, αδύνατος