Διάλεκτος: Λευκαδίτικα - Λέξη: Μισακάτορας (ο)

Μισακάτορας (ο)

Διάλεκτος: Λευκαδίτικα / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: νησί Λευκάδας

Επεξήγηση

Ο καλλιεργητής που αναλαμβάνει την καλλιέργεια κτήματος ή το μάζεμα ελαιοκάρπου,παίρνοντας ως αμοιβή το μισό του εισοδήματος.