Διάλεκτος: Καρδιτσιώτικα - Λέξη: άτσαλος

άτσαλος

Διάλεκτος: Καρδιτσιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Θεσσαλία / Τόπος που μιλείται: Καρδίτσα

Μετάφραση

απρόσεκτος, ο ενεργών χωρίς τάξη

Επεξήγηση

Πιθανότατα από το αρχαιοελληνικό ατασθαλία>ατσαλιά>άτσαλος: αυτός που κάνει κάτι με απροσεξία, χωρίς τάξη, αφήνοντας πίσω συχνά πεδίο μάχης .