Διάλεκτος: Παλατιτσιώτικα - Λέξη: γκυσερνώ

γκυσερνώ

Διάλεκτος: Παλατιτσιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Μακεδονία / Τόπος που μιλείται: Παλατίτσια Ημαθίας

Μετάφραση

τριγυρνώ

Επεξήγηση

λέμε ότι κάποιος γκυσερνάει όταν παίρνει σβάρνα όλους τους γνωστούς και δεν λέει να σταματήσει. πχ λέμε "αμάν αυτός ο antoniom... τάχα πήγε φαντάρος! Όλη την ώρα γκυσερνάει από δω κι από κει "