Διάλεκτος: Θρακιώτικα - Λέξη: Τσιπλάκς

Τσιπλάκς

Διάλεκτος: Θρακιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Θράκη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

Γυμνός

Επεξήγηση

Πολλές φορές χρησιμοποιείται για γυναίκα που ντύνεται προκλητικά ή γυναίκα χαλαρών ηθών (η τσιπλάκω)