Διάλεκτος: Καραμανλίδικα - Λέξη: σκόρντους

σκόρντους

Διάλεκτος: Καραμανλίδικα / Ευρύτερη περιοχή: Καππαδοκία / Τόπος που μιλείται: Μιστί Καππαδοκίας

Μετάφραση

σκόρδο

Επεξήγηση

Ίδιο και στον πληθ., σκόρντους. Τσουφάλ' σκόρντους είναι το κεφάλι σκόρδο ενώ ντόντζι σκόρντους είναι η σκελίδα σκόρδο.