Διάλεκτος: Καραμανλίδικα - Λέξη: νταστούρι

νταστούρι

Διάλεκτος: Καραμανλίδικα / Ευρύτερη περιοχή: Καππαδοκία / Τόπος που μιλείται: Μιστί Καππαδοκίας

Επεξήγηση

Πλυθ. νταστούρια. Πήλινα πιάτα από βοϊδοκοπριά, που χρησιμοποιούταν για να μαζεύουν με αυτά τις κοπριές των ζώων όταν αλώνιζαν στο χωράφι, για να μη λερώνεται ο καρπός.