Διάλεκτος: Σαμοθρακίτικα - Λέξη: τσιρνιά

τσιρνιά

Διάλεκτος: Σαμοθρακίτικα / Ευρύτερη περιοχή: Θράκη / Τόπος που μιλείται:

Επεξήγηση

(θηλ.) Ξύλινο εργαλείο με το οποίο έσπαζαν το τυρί μετά το μάγιασμα.