Διάλεκτος: Τρικεριώτικα - Λέξη: ξενιτσασμένος

ξενιτσασμένος

Διάλεκτος: Τρικεριώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Θεσσαλία / Τόπος που μιλείται: Τρίκερι-Πήλιο

Μετάφραση

κακομαθημένος

Επεξήγηση

αυτός που μπεμπεκίζει, κάνει πράγματα μη "σοβαρά" για τη ηλικία του, κακομαθημένο παιδί