Διάλεκτος: Σαρακατσαναίικα - Λέξη: ντιζιάκι (το)

ντιζιάκι (το)

Διάλεκτος: Σαρακατσαναίικα / Ευρύτερη περιοχή: Όλη η Ελλάδα / Τόπος που μιλείται: Ηπειρωτική Ελλάδα

Μετάφραση

πάγκος για το στράγγισμα τυριού

Επεξήγηση

τσιμεντένιος ή μεταλλικός πάγκος (με κλίση ώστε να φεύγουν τα νερά) όπου τοποθετούνταν η τσαντίλα για να στραγγίξει το τυρί