Διάλεκτος: Χαλκιδικιώτικα - Λέξη: κοσκινού, η

κοσκινού, η

Διάλεκτος: Χαλκιδικιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Μακεδονία / Τόπος που μιλείται: Χαλκιδική (κυρίως ορεινή)

Μετάφραση

άνθρωπος που επισκέπτεται όλη μέρα ξένα σπίτια, κουτσομπόλης, επιπόλαιος

Επεξήγηση

Λέγεται για άντρες ή γυναίκες που γυρνούν από το ένα σπίτι στο άλλο και κουτσομπολεύουν. Η κοσκινού είναι, κανονικά, η γύφτισσα που γυρίζει στα χωριά και πουλάει κόσκινα από το ένα σπίτι στο άλλο.