Διάλεκτος: Ποντιακά - Λέξη: λαλασεμένο

λαλασεμένο

Διάλεκτος: Ποντιακά / Ευρύτερη περιοχή: Πόντος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

χαϊδεμένο