Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: Σπιτσερικό

Σπιτσερικό

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Μετάφραση

Φάρμακο που παρασκεύαζαν οι φαρμακοτρίφτες