Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: αναπαταχλή, η

αναπαταχλή, η

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

απόλυτη ησυχία,

Επεξήγηση

[<στερ. α- + παταχλή (πάταγος + αχλή = λύπη, θόλωμα, θάμπωμα)] (Ορεινά χωριά ρεθύμνου) απόλυτη ησυχία, νεκρική σιγή. –Αναπαταχλή δε γροικάται στη γειτονιά μόνο η γλώσσα σου, (επίρ.) αναπάταχλα δηλ. χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, λέγεται και κρούσος, π.χ. -Κρούσος δε γρυκάται στο χωργιό (από το ρ. κρούω = κτυπώ).