Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: ήντα:

ήντα:

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Επεξήγηση

ήντα ή ίντα: (διαλεκτικοί τύποι άκλ. ερωτ. αντων.) γραφές μέχρι τις αρχές του 20ού αι. που αντικαθιστούσαν το ερωτηματικό τι; πό-σο; ποιό; και γιατί; παράλληλα εκφράζουν θαυμασμό, απορία, ποσότητα, μέγεθος κ.λ. 1. ως ερώτηση για την καλή υγεία. –Ήντα κάνεις; = τι κάνεις ; (πώς είσαι), ενώ με την έννοια πάλι ερώτησης αλλά με το τι ασχολείσαι, τότε σημαίνει τι είναι αυτό που τώρα κάνεις. 2. επίσης με ερωτιματική έννοια γιατί; –Ήντα κοιμάσαι ακόμη = γιατί, για ποιό λόγο κοιμάσαι ακόμη, 3. με έν-νοια θαυμασμού. –Ήντα κάλλη ʽναι τούτα! (θαυμάζει την ομορ-φιά), 4. με έννοια απορίας. –Για το Θιό ηντά ʽναι τούτο το χάλι απού ʽχεις, 5. με ποσοτική έννοια; –Ήντα παράδες ήπχιασε η αγορά = πόσα χρήματα το αγόρασες, ή –Ήντά ʽνʼ ο κόποʼ σου να σε πλερώσω; = Πόσο κάνει η δουλειά σου, 6. με έννοια μεγέθους, «Ήντα πολλή θαράπεψη, παρηγοριά μεγάλη, είναι στον κακορίζικο τα δάκρυα όντε τα βγάλει» (στ. 737-738 Ερωτόκριτος, Βι-τσέντζου Κορνάρου). 7. Όταν προτάσσεται το |γιά| ακούγεται σαν μια λέξη γιάηντα ή γιάντα, όπως στη (φρ.): «γιάηντα δε μου ʽφρουκάσαι» που σημαίνει γιατί, για ποιό λόγο δεν με ακούς, 8. επίσης συναντάται και ως κιαμήντα δηλ. αμ τι, αμ πώς ; ή ήντα - ήντα και θά `πεφτα. που σημαίνει παραλίγο και θα έπεφτα. Εάν στα παραπάνω παραδείγματα γράψουμε (είντα με ει) τότε βάσει του ετύμου, [<τʼ είνʼ ʽτα => είντα] προσδίδεται μονοσήμαντη έννοια και αφαιρείται η ευρύτητα των παραπάνω εννοιών. Διότι ο βιωματικός διαλεκτόφωνος όταν λέει: «ήντα καλό απού ʽναι!» θαυμάζει πόσο καλό είναι, δε διερωτάται (τι είναι αυτό το καλό), ομοίως «γιάηντα δε μολαίρνεις» ρωτάει: γιατί καθυστερείς και δε φεύγεις; όταν ο διαλεκτόφωνος θέλει να ρωτήσει -τι είναι αυτά- θα πεί «ηντά ʽναι τούτα». Ήδη όμως η λέξη φθίνει και αντικαθίσταται βαθμιδών και στα ορεινά χωριά με το ερωτηματικό τι; ή άλλα εννοούμενα.