Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: ψακή, η: (ουσ.) η ψακή της ψακής

ψακή, η: (ουσ.) η ψακή της ψακής

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

κάτι το πολύ πικρό, δηλητήριο

Επεξήγηση

ψακή, η: (ουσ.) 1. το δηλητήριο. –Την ψακή στάσουνε τα ʽxείλια ν-του. 2. το δυνατό κρύο. –Ψακή ʼναι ο καιρός. Ως ουδέτερο δηλ. «το ψακί» είναι λάθος πέρα για πέρα, διότι δεν υπάρχει στην Κρητική διάλεκτο αν και έχει καταγραφεί σε λεξικά από ανθρώπους που δεν είχαν τη βιωματική εμπειρία και επηρεασθήκαν από την ερμηνεία (το δηλητήριο) που είναι ουδ. γένους, αυτό συμβαίνει και με άλλες λέξεις όπως «το ρακί» που δυστυχώς έχουν παραποιηθεί γραμματικώς οπότε δεν ερμηνεύονται σωστά και έτσι κακοποιείται η Κρητική διάλεκτος,