Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: ρακή η: (ουσ.) γένους θηλικού η ρακή της ρακής.

ρακή η: (ουσ.) γένους θηλικού η ρακή της ρακής.

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Επεξήγηση

Παραδοσιακό πιοτό της Κρήτης που παράγεται με απόσταξη σταφυλιών που έχει προηγηθεί αφαίρεση του μούστου ή στο πατητήρι ή με μηχανικό τρόπο. Είναι αλκοολούχο άχρωμο ποτό 19-23 και 24 ακόμα βαθμών. Κακώς σε πολλά γλωσσάρια κρητικά γράφεται με γιώτα (ρακί), δεν είναι το ρακί αλλά η ρακή. (φρ.) Έλα να πιούμε μια ρακή.

Εκφράσεις, Παροιμίες, Γνωμικά

(Μαντινάδα) Το κάστανο θέλει ρακή και το καρύδι μέλι, και το κοπέλι κοπελιά κι η κοπελιά κοπέλι.

Όπως η ρακή πίνεται με κάστανα και το καρύδι τρώγεται με μέλι Έτσι και το αγόρι θέλει κοπελιά αλλά και η κοπελια κοπέλι (αγόρι)