Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: αποσίμπελο

αποσίμπελο

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Μετάφραση

αδύνατο

Επεξήγηση

Σε περίπρωση που κάποιος πετυχαίνει να μην επιτευχθή ο στόχος κάποιου άλλου (συνήθως με πλάγια μέσα)