Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: απού

απού

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

1. που 2. από

Επεξήγηση

1. που (αναφορικό), αλλά και όποιος

Εκφράσεις, Παροιμίες, Γνωμικά

απού πλουταίνει με το νου, ποτέ ντου δε φτωχαίνει

Όποιος έχει πλούσιο πνεύμα,ποτέ του δεν θα γίνει φτωχός..

απού πλουταίνει με το νου,ποτέ ντου δε φτωχαίνει

Όποιος έχει πλούσιο πνεύμα ποτέ του δεν θα γίνει φτωχός..