Διάλεκτος: Ποντιακά - Λέξη: λιλοφόρ

λιλοφόρ

Διάλεκτος: Ποντιακά / Ευρύτερη περιοχή: Πόντος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

προφυλακτικό

Επεξήγηση

μέσο προφύλαξης κατά τη σεξουαλική επαφή