Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: καθέκλα

καθέκλα

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

καρέκλα

Επεξήγηση

αρχ.βενετικό cadegla < λατ. cathedra < αρχ. καθέδρα