Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: Σέκος

Σέκος

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Μετάφραση

Ξερός

Επεξήγηση

Μεταφορικά σημαίνει αποσβολωμένος, έκπληκτος (έμεινα σέκος = αποσβολώθηκα, τρόμαξα, εξεπλάγην)