Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: τσαπιώνε

τσαπιώνε

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Μετάφραση

μονάδα μέτρησης επιφάνειας ίση με όση μπορεί ένας εργάτης να σκάψει σε μια μέρα

Επεξήγηση

το αμπέλι είναι 3 τσαπιώνε