Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: σόχωρο

σόχωρο

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Μετάφραση

οικόπεδο, αυλή