Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: αναπαψόλια

αναπαψόλια

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Μετάφραση

όργανο στήριξης των ποδιών για ανάπαψη (βλ.λ.)

Σχόλια

Για την ανάπαψη των ποδιών της γυναίκας στη διαρκεια της ερωτικής συνεύρεσης