Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: Φουρκίζομαι

Φουρκίζομαι

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Μετάφραση

Πνίγομαι (με σχοινί)

Επεξήγηση

γενικά χρησιμοποιείται όταν κάτι σφίγγει το λαιμό. πχ: με φούρκισε ο κόμπος της γραβάτας (ήταν σφιχτός)