Διάλεκτος: Κερκυραϊκά - Λέξη: Ξεποχτίζω

Ξεποχτίζω

Διάλεκτος: Κερκυραϊκά / Ευρύτερη περιοχή: Ιόνια νησιά / Τόπος που μιλείται: Κέρκυρα

Επεξήγηση

Χάνω κάτι που απέκτησα. Μεταφορικά σημαίνει κουράστηκα. Ξεποχτίστηκα (ή με ξεπόχτισε) = κουράστηκα, με κούρασε