Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: ζεβλωμένος

ζεβλωμένος

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

λυγισμένος

Σχόλια

ζευλωμένος ακόμα θα πει ότι έχει μπεί η ζεύλα, (ζεύλα είναι εργαλείο ζεύξεις των βοδιών στο αλέτρι ή τον βολόσειρο)