Διάλεκτος: Χαλκιδικιώτικα - Λέξη: τσάκουσμα

τσάκουσμα

Διάλεκτος: Χαλκιδικιώτικα / Ευρύτερη περιοχή: Μακεδονία / Τόπος που μιλείται: Χαλκιδική (κυρίως ορεινή)

Μετάφραση

πιάσιμο (κόλλημα)

Επεξήγηση

όταν κολλάει (πιάνει) το φαγητό στον πάτο του μαγειρικού σκεύους. "Διε τσάκουσμα πο 'καμι!" (Δες πώς κόλλησε στον πάτο!")

Σχόλια

από το "τσακώνω" (=πιάνω), που απαντάται σε πολλές ελληνικές διαλέκτους, ακόμη και στη μάγκικη γλώσσα των πόλεων (τον τσακώσανε, τον κάναν τσακωτό, κ.ά.)