Διάλεκτος: Ποντιακά - Λέξη: αντρίζω

αντρίζω

Διάλεκτος: Ποντιακά / Ευρύτερη περιοχή: Πόντος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

παντρεύομαι

Επεξήγηση

μονο για τις γυναίκες που παίρνουν άντρα