Διάλεκτος: Ποντιακά - Λέξη: υλάζω

υλάζω

Διάλεκτος: Ποντιακά / Ευρύτερη περιοχή: Πόντος / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

γαυγίζω, φωναζω δυνατα

Εκφράσεις, Παροιμίες, Γνωμικά

αφσατον να υλάζ

άστον να φωνάζει, να τζιρίζει