Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: ντακάρω

ντακάρω

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

αρχίζω ,ξεκινώ

Επεξήγηση

Εντάκαρε να κλαίει σαν το μικιό κοπέλι