Διάλεκτος: Κρητικά - Λέξη: στρουφίζω

στρουφίζω

Διάλεκτος: Κρητικά / Ευρύτερη περιοχή: Κρήτη / Τόπος που μιλείται:

Μετάφραση

στριφογυρίζω στρίβω

Επεξήγηση

πχ μου στρούφιξε η αλυσίδα./ μόλις ήπιε τη λεμονάδα στρούφιξε τα μούτρα της